- ψαλιδίῳ
- ψαλίδιονpair of scissorsneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσσήπω — ΜΑ [σήπω] κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.) αρχ. διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση … Dictionary of Greek